- μολοσσοσπόνδειος
- μολοσσοσπόνδειος (sc. πούς), ὁ, the foot [pron. full] ¯ ¯ ¯ ¯ ¯ , Diom.p.482 K.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μολοσσοσπόνδειος — μολοσσοσπόνδειος, ὁ (Α) (ενν. πούς) μετρικός πους που σύγκειται από μολοσσό και σπονδείο, δηλ. / . [ΕΤΥΜΟΛ. < μολοσσός + σπονδεῖος «είδος μέτρου»] … Dictionary of Greek